πρωτοπρεσβυτέρου

πρωτοπρεσβυτέρου
πρωτοπρεσβύτερος
chief elder
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αιδεσιμολογιότητα — η ( ης, ητος) ως προσφώνηση έγγαμου ιερέα, πρωτοπρεσβύτερου ή θεολόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιδέσιμος + λόγιος + κατάλ. ότητα < ότης η λ. αποτελεί νεόπλασμα τού Διονυσίου Εφέσου] …   Dictionary of Greek

  • Δαλμάτιος ή Δαλμάτος — (τέλη 4oυ – αρχές 5oυ αι. μ.Χ.). Όσιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Διετέλεσε ηγούμενος της μονής των Δαλμάτων στην Κωνσταντινούπολη και αγωνίστηκε στη διάρκεια της νεστοριανής έριδας υπέρ του Κύριλλου, πατριάρχη Αλεξανδρείας. Ο Δ. καταγόταν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”